μοσκοστάφυλο

μοσκοστάφυλο
το
είδος αρωματικού σταφυλιού, το μοσχάτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοσκοστάφυλο — το βοτ. βλ. μοσχοστάφυλο …   Dictionary of Greek

  • μοσχοστάφυλο — και μοσκοστάφυλο, το βοτ. είδος σταφυλιού, το σταφύλι τής ποικιλίας μοσχάτο από το οποίο παράγεται το ομώνυμο κρασί …   Dictionary of Greek

  • μοσχάτος — η, ο 1. αυτός που ευωδιάζει, ο αρωματικός, ο μυρωδάτος. 2. είδος σταφυλιού, το μοσκοστάφυλο: Πάτησε τα μοσχάτα σταφύλια για να φτιάξει κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”